Λεόντιος ο Βυζάντιος

Λεόντιος ο Βυζάντιος
(Κωνσταντινούπολη 480; – 540; μ.Χ.). Θεολόγος. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τη ζωή του, εκτός από τη δική του μαρτυρία ότι κατά τη νεότητά του δέχτηκε ευμενώς το κήρυγμα των νεστοριανών, αλλά απομακρύνθηκε γρήγορα από αυτούς και κατέφυγε στη Μονή του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα. Θεωρείται από τους εγκυρότερους αιρεσιολόγους και συνέβαλε στη διαμόρφωση της βυζαντινής θεολογίας. Είναι συγγραφέας του σημαντικού έργου Κατά Νεστοριανών και Ευτυχιανών (τρία βιβλία) και δύο άλλων: Επίλυσις συλλογισμών Σεβήρου και Τριάκοντα κεφάλαια κατά Σεβήρου. Ενδιαφέρον επίσης για τη φιλολογική κριτική είναι το βιβλίο του Προς τους προσφέροντας ημίν τινά των Απολλιναρίου ψευδώς επιγεγραμμένα εις όνομα των Αγίων Πατέρων. Στα έργα του ασχολείται κυρίως με το χριστολογικό πρόβλημα και αντιτίθεται στις αιρετικές δοξασίες. Διευκρινίζει διάφορους όρους, κυρίως τις έννοιες «φύσις» και «υπόστασις» και χρησιμοποιεί τον νεοπλατωνικό όρο «ενυπόστατος», τονίζοντας ότι δύο φύσεις είναι δυνατόν να διαμορφώσουν μία υπόσταση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Λεόντιος — I Όνομα διαφόρων ιστορικών προσώπων της βυζαντινής εποχής. 1. Αθηναίος φιλόσοφος (4ος αι.). Ήταν εθνικός στο θρήσκευμα και ασκούσε το επάγγελμα του δασκάλου παραδίδοντας μαθήματα φιλοσοφίας και ρητορικής. Από την εργασία αυτή απέκτησε μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Léonce de Byzance — Léonce de Byzance, en grec Λεόντιος Βυζάντιος, en latin Leontius Byzantinus, est un théologien byzantin du VIe siècle. Sommaire 1 Biographie 2 Œuvre 3 Pensée 4 Textes …   Wikipédia en Français

  • στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”